Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραθλίβω
παράθλιψις
πάραθλον
παραθόλιον
παράθρανος
παράθραυμα
παράθραυσις
παραθραύω
παραθρέω
παραθριγκίζω
παραθρίζω
παραθρῴσκω
παράθυμα
παραθυμιάω
παραθύρα
παραθύριον
παραθυρίς
παράθυρος
παραί
παραιβαδόν
παραιβασίη
View word page
παραθρίζω
παραθρίζω,
A). v. παραθερίζω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραθρίζω
Headword (normalized):
παραθρίζω
Headword (normalized/stripped):
παραθριζω
IDX:
78025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78026
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραθρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παραθερίζω</span> .</div> </div><br><br>'}