παραθλίβω
παρα-θλίβω [i],
A). press at the side, τὸν ὀφθαλμόν P. 1.47 ; press close, π. τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ 4 Ki. 6.32 ; τὴν σάρκα ap. :— Pass., 10.18.15 ; 993 παραθλιφθείσης τῆς κόρης UP 10.12 ; τὸ ὕδωρ σῶμά ἐστιν .. παρατεθλιμμένον εἰς χύσιν ap. . 1.49.68