Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραθάλπω
παραθάπτω
παραθαρσύνω
παραθεάομαι
παραθέλγω
παράθεμα
παραθεμιστεύω
παραθερίζω
παραθερμαίνω
παράθερμος
παραθέσιμος
παράθεσις
παραθετέον
παραθέτης
παραθέω
παραθεωρέω
παραθεώρησις
παραθεωρητέον
παραθήγω
παραθηκαρία
παραθήκη
View word page
παραθέσιμος
παρα-θέσιμος, ον, (cf. sq. III)
A). that which is deposited, stored, PSI 5.463.13 (ii A. D.).


ShortDef

that which is deposited, stored

Debugging

Headword:
παραθέσιμος
Headword (normalized):
παραθέσιμος
Headword (normalized/stripped):
παραθεσιμος
IDX:
77998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77999
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρα-θέσιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, (cf. sq. III) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">that which is deposited, stored</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 5.463.13 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}