Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραδρύπτω
παραδυναστεύω
παραδύνω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
παραείρω
παραέξομαι
παραετίς
παραζάω
παραζεύγνυμι
παράζευξις
παραζηλόω
παραζήλωσις
παραζητέω
παραζυγή
πάραζυξ
παραζῶ
παραζωγραφέω
παραζώνη
View word page
παραζάω
παραζάω,
A). v. παραζῶ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραζάω
Headword (normalized):
παραζάω
Headword (normalized/stripped):
παραζαω
IDX:
77969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77970
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραζάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παραζῶ</span> .</div> </div><br><br>'}