παραδύομαι
παρα-δύομαι, Med. with intr. aor. Act. παρέδυν (v. infr.): pf.
A). παραδέδῡκα :— 3.37 creep, slink, or steal past, ταῦτα δ’ ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι .. , στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι ; 23.416 ἐκδρᾶσα παρέδυν Ec. 55 .
2). creep or steal in, ἐς τὰν ἀκοάν ; 1 ὅτε πρῶτον ἐκεῖνος εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο ; 18.79 ἡ παρανομία λανθάνει παραδυομένη R. 424d , cf. Pol. 1307b32 ; ἃ φυλακτέον ὅπως μὴ λήσει εἰς τὴν πόλιν παραδύντα R. 421e , cf. l. c.; π. ἐπί τι . 22.48