Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδοχικός
παραδόχιμος
παραδραθεῖν
παραδράω
παραδρομάδην
παράδρομαξ
παραδρομή
παραδρομίς
παράδρομος
παραδρύπτω
παραδυναστεύω
παραδύνω
παραδύομαι
παράδυσις
παραδωσείω
παραείδω
View word page
παράδρομαξ
παράδρομ-αξ
,
ακος
,
ὁ
,
A).
mantle, wrap,
POxy.
1346
(ii A. D.).
ShortDef
mantle, wrap
Debugging
Headword:
παράδρομαξ
Headword (normalized):
παράδρομαξ
Headword (normalized/stripped):
παραδρομαξ
IDX:
77955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77956
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράδρομ-αξ</span>, <span class="itype greek">ακος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mantle, wrap,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1346 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}