Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραδοξοποιός
παράδοξος
παραδοξότης
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδοχικός
παραδόχιμος
παραδραθεῖν
παραδράω
παραδρομάδην
παράδρομαξ
παραδρομή
παραδρομίς
παράδρομος
παραδρύπτω
παραδυναστεύω
παραδύνω
παραδύομαι
View word page
παραδραθεῖν
παραδρᾰθεῖν,
A). v. παραδαρθάνω . παραδρᾰμεῖν, v. παρατρέχω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραδραθεῖν
Headword (normalized):
παραδραθεῖν
Headword (normalized/stripped):
παραδραθειν
IDX:
77952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77953
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραδρᾰθεῖν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παραδαρθάνω</span> . <span class="orth greek">παραδρᾰμεῖν</span>, v. <span class="ref greek">παρατρέχω</span> .</div> </div><br><br>'}