Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραδοξολόγος
παραδοξονίκης
παραδοξοποιός
παράδοξος
παραδοξότης
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδοχικός
παραδόχιμος
παραδραθεῖν
παραδράω
παραδρομάδην
παράδρομαξ
παραδρομή
παραδρομίς
παράδρομος
παραδρύπτω
παραδυναστεύω
View word page
παραδοχικός
παρα-δοχικός, , όν,
A). traditional, μέτρα PHib. 1.87.13 (iii B. C.).


ShortDef

traditional

Debugging

Headword:
παραδοχικός
Headword (normalized):
παραδοχικός
Headword (normalized/stripped):
παραδοχικος
IDX:
77950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77951
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρα-δοχικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">traditional</span>, <span class="quote greek">μέτρα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PHib.</span> 1.87.13 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}