Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραδιώκω
παραδολεσχέω
παραδοξάζω
παραδοξασμός
παραδοξία
παραδοξογράφος
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παραδοξονίκης
παραδοξοποιός
παράδοξος
παραδοξότης
παραδόσιμος
παράδοσις
παραδοτέος
παραδοτός
παραδοχή
παραδοχικός
παραδόχιμος
παραδραθεῖν
View word page
παραδοξοποιός
παραδοξο-ποιός, ,
A). wonder-worker, Gal. 14.641 .


ShortDef

wonder-worker

Debugging

Headword:
παραδοξοποιός
Headword (normalized):
παραδοξοποιός
Headword (normalized/stripped):
παραδοξοποιος
IDX:
77942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77943
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραδοξο-ποιός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wonder-worker</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.641 </span>.</div> </div><br><br>'}