Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραδιήγησις
παραδιηθέω
παραδινέω
παραδιοικέω
παραδιορθόω
παραδιόρθωμα
παραδιόρθωσις
παραδιώκω
παραδολεσχέω
παραδοξάζω
παραδοξασμός
παραδοξία
παραδοξογράφος
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
παραδοξονίκης
παραδοξοποιός
παράδοξος
παραδοξότης
παραδόσιμος
View word page
παραδοξασμός
παραδοξ-ασμός, ,
A). object of wonder, Sm. Is. 9.6(5).


ShortDef

object of wonder

Debugging

Headword:
παραδοξασμός
Headword (normalized):
παραδοξασμός
Headword (normalized/stripped):
παραδοξασμος
IDX:
77935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77936
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραδοξ-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">object of wonder</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Is.</span> 9.6(5)</span>.</div> </div><br><br>'}