Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραδιαφέρομαι
παραδιδάσκω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδιήγημα
παραδιήγησις
παραδιηθέω
παραδινέω
παραδιοικέω
παραδιορθόω
παραδιόρθωμα
παραδιόρθωσις
παραδιώκω
παραδολεσχέω
παραδοξάζω
παραδοξασμός
παραδοξία
παραδοξογράφος
παραδοξολογέω
παραδοξολογία
παραδοξολόγος
View word page
παραδιόρθωμα
παραδιόρθ-ωμα
,
ατος
,
τό
,
A).
blundering correction
,
Porph.
ad Il.
p.287
S.
(pl.).
ShortDef
blundering correction
Debugging
Headword:
παραδιόρθωμα
Headword (normalized):
παραδιόρθωμα
Headword (normalized/stripped):
παραδιορθωμα
IDX:
77930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77931
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραδιόρθ-ωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">blundering correction</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Porph.</span> </span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ad Il.</span> <span class="bibl"> p.287 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}