Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναφώνημα
ἀναφώνησις
ἀναφωνητής
ἀναφωνητικῶς
ἀναχάζω
ἀναχαίνω
ἀναχαιτίζω
ἀναχαίτισις
ἀναχαίτισμα
ἀναχαλασμός
ἀναχαλαστικός
ἀναχαλάω
ἀναχαλινόω
ἀναχαλκεύω
ἀναχάραγή
ἀναχάραξις
ἀναχαράσσω
ἀναχάσκω
ἀναχαυνόω
ἀναχειοῖ
ἀναχειρίζομαι
View word page
ἀναχαλαστικός
ἀναχᾰλ-αστικός, , όν,
A). relaxing, ὑστέρας Dsc. 1.128 .


ShortDef

relaxing

Debugging

Headword:
ἀναχαλαστικός
Headword (normalized):
ἀναχαλαστικός
Headword (normalized/stripped):
αναχαλαστικος
IDX:
7792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7793
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναχᾰλ-αστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">relaxing,</span> <span class="quote greek">ὑστέρας</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.128 </span> .</div> </div><br><br>'}