Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραδιατάττομαι
παραδιατυπόω
παραδιαφέρομαι
παραδιδάσκω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδιήγημα
παραδιήγησις
παραδιηθέω
παραδινέω
παραδιοικέω
παραδιορθόω
παραδιόρθωμα
παραδιόρθωσις
παραδιώκω
παραδολεσχέω
παραδοξάζω
παραδοξασμός
παραδοξία
παραδοξογράφος
παραδοξολογέω
View word page
παραδιοικέω
παραδιοικέω,
A). meddle with another's government, Plu. 2.817d .


ShortDef

meddle with

Debugging

Headword:
παραδιοικέω
Headword (normalized):
παραδιοικέω
Headword (normalized/stripped):
παραδιοικεω
IDX:
77928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77929
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραδιοικέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">meddle with</span> another\'s <span class="tr" style="font-weight: bold;">government</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.817d </span>.</div> </div><br><br>'}