Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραδιαστολή
παραδιατάττομαι
παραδιατυπόω
παραδιαφέρομαι
παραδιδάσκω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδιήγημα
παραδιήγησις
παραδιηθέω
παραδινέω
παραδιοικέω
παραδιορθόω
παραδιόρθωμα
παραδιόρθωσις
παραδιώκω
παραδολεσχέω
παραδοξάζω
παραδοξασμός
παραδοξία
παραδοξογράφος
View word page
παραδινέω
παραδῑνέω,
A). distort, τοὺς ὀφθαλμούς Gal. 19.91 .


ShortDef

distort

Debugging

Headword:
παραδινέω
Headword (normalized):
παραδινέω
Headword (normalized/stripped):
παραδινεω
IDX:
77927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77928
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραδῑνέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">distort</span>, <span class="quote greek">τοὺς ὀφθαλμούς</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.91 </span> .</div> </div><br><br>'}