Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραδιακονέω
παραδιαστολή
παραδιατάττομαι
παραδιατυπόω
παραδιαφέρομαι
παραδιδάσκω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδιήγημα
παραδιήγησις
παραδιηθέω
παραδινέω
παραδιοικέω
παραδιορθόω
παραδιόρθωμα
παραδιόρθωσις
παραδιώκω
παραδολεσχέω
παραδοξάζω
παραδοξασμός
παραδοξία
View word page
παραδιηθέω
παραδιηθέω,
A). percolate through, Aët. 7.112 .


ShortDef

percolate through

Debugging

Headword:
παραδιηθέω
Headword (normalized):
παραδιηθέω
Headword (normalized/stripped):
παραδιηθεω
IDX:
77926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77927
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραδιηθέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">percolate through</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg007:112" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg007:112/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 7.112 </a>.</div> </div><br><br>'}