Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραδέω
παραδηλόω
παραδιαζεύγνυμι
παραδιαζευκτικός
παραδιαιτάομαι
παραδιακονέω
παραδιαστολή
παραδιατάττομαι
παραδιατυπόω
παραδιαφέρομαι
παραδιδάσκω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδιήγημα
παραδιήγησις
παραδιηθέω
παραδινέω
παραδιοικέω
παραδιορθόω
παραδιόρθωμα
παραδιόρθωσις
View word page
παραδιδάσκω
παραδιδάσκω,
A). produce again, παλαιὸν δρᾶμα IG 22.2318.203 .


ShortDef

produce again

Debugging

Headword:
παραδιδάσκω
Headword (normalized):
παραδιδάσκω
Headword (normalized/stripped):
παραδιδασκω
IDX:
77921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77922
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραδιδάσκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">produce again</span>, <span class="quote greek">παλαιὸν δρᾶμα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.2318.203 </span> .</div> </div><br><br>'}