Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραδεκτός
παραδέρω
παραδέχομαι
παραδέω
παραδηλόω
παραδιαζεύγνυμι
παραδιαζευκτικός
παραδιαιτάομαι
παραδιακονέω
παραδιαστολή
παραδιατάττομαι
παραδιατυπόω
παραδιαφέρομαι
παραδιδάσκω
παραδίδωμι
παραδιηγέομαι
παραδιήγημα
παραδιήγησις
παραδιηθέω
παραδινέω
παραδιοικέω
View word page
παραδιατάττομαι
παραδια-τάττομαι,
A). rearrange, alter, τὴν τῆς πολιτείας κατάστασιν Hierocl. p.52 A. (παραδιαλλάττοιτο Bentley).


ShortDef

rearrange, alter

Debugging

Headword:
παραδιατάττομαι
Headword (normalized):
παραδιατάττομαι
Headword (normalized/stripped):
παραδιαταττομαι
IDX:
77918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77919
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραδια-τάττομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rearrange, alter</span>, <span class="foreign greek">τὴν τῆς πολιτείας κατάστασιν</span> Hierocl.<span class="bibl"> p.52 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> </span> (<span class="foreign greek">παραδιαλλάττοιτο</span> Bentley).</div> </div><br><br>'}