Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδεικτέον
παράδειξις
παραδειπνέομαι
παραδείπνια
παραδειπνίζω
παράδειπνις
παραδεισάριος
παράδεισος
παραδέκομαι
παραδεκτέον
παραδεκτός
παραδέρω
παραδέχομαι
παραδέω
παραδηλόω
παραδιαζεύγνυμι
παραδιαζευκτικός
παραδιαιτάομαι
παραδιακονέω
View word page
παραδέκομαι
παραδέκομαι,
A). v. παραδέχομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραδέκομαι
Headword (normalized):
παραδέκομαι
Headword (normalized/stripped):
παραδεκομαι
IDX:
77906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77907
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραδέκομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παραδέχομαι</span> .</div> </div><br><br>'}