Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραδειγματισμός
παραδειγματιστέον
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδεικτέον
παράδειξις
παραδειπνέομαι
παραδείπνια
παραδειπνίζω
παράδειπνις
παραδεισάριος
παράδεισος
παραδέκομαι
παραδεκτέον
παραδεκτός
παραδέρω
παραδέχομαι
παραδέω
παραδηλόω
παραδιαζεύγνυμι
παραδιαζευκτικός
View word page
παραδεισάριος
πᾰρᾰδεις-άριος
,
ὁ
,
A).
gardener
,
Hsch.
s.v.
ἐρνοκόμων
.
ShortDef
gardener
Debugging
Headword:
παραδεισάριος
Headword (normalized):
παραδεισάριος
Headword (normalized/stripped):
παραδεισαριος
IDX:
77904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77905
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πᾰρᾰδεις-άριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gardener</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἐρνοκόμων</span> .</div> </div><br><br>'}