Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραδειγμάτιον
παραδειγματισμός
παραδειγματιστέον
παραδειγματώδης
παραδείκνυμι
παραδεικτέον
παράδειξις
παραδειπνέομαι
παραδείπνια
παραδειπνίζω
παράδειπνις
παραδεισάριος
παράδεισος
παραδέκομαι
παραδεκτέον
παραδεκτός
παραδέρω
παραδέχομαι
παραδέω
παραδηλόω
παραδιαζεύγνυμι
View word page
παράδειπνις
παράδειπν-ις (proparox.), ιδος, , ,
A). = παράσιτος, ἀλλοτρίων κτεάνων Eub. 139 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράδειπνις
Headword (normalized):
παράδειπνις
Headword (normalized/stripped):
παραδειπνις
IDX:
77903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77904
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράδειπν-ις</span> (proparox.), <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παράσιτος, ἀλλοτρίων κτεάνων</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0458.tlg001:139" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0458.tlg001:139/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eub.</span> 139 </a>.</div> </div><br><br>'}