Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράγω
παραγωγεύς
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραγωγίς
παραγωγός
παραγώνιος
παραγωνίσκος
παραδαίνυμαι
παράδακρυ
παραδακρύω
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματάριον
παραδειγματίζω
παραδειγματικός
παραδειγμάτιον
παραδειγματισμός
παραδειγματιστέον
παραδειγματώδης
View word page
παράδακρυ
παράδακρυ, τό,
A). = βούνιον , Ps.- Dsc. 4.123 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράδακρυ
Headword (normalized):
παράδακρυ
Headword (normalized/stripped):
παραδακρυ
IDX:
77886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77887
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράδακρυ</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βούνιον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.123 </span>.</div> </div><br><br>'}