Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραγχυσία
παράγω
παραγωγεύς
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραγωγίς
παραγωγός
παραγώνιος
παραγωνίσκος
παραδαίνυμαι
παράδακρυ
παραδακρύω
παραδαρθάνω
παράδειγμα
παραδειγματάριον
παραδειγματίζω
παραδειγματικός
παραδειγμάτιον
παραδειγματισμός
παραδειγματιστέον
View word page
παραδαίνυμαι
παραδαίνῠμαι, aor. 1 -εδαισάμην,
A). dine with, τινι Simm. 1.2 .


ShortDef

dine with

Debugging

Headword:
παραδαίνυμαι
Headword (normalized):
παραδαίνυμαι
Headword (normalized/stripped):
παραδαινυμαι
IDX:
77885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77886
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραδαίνῠμαι</span>, aor. 1 <span class="foreign greek">-εδαισάμην</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dine with</span>, <span class="itype greek">τινι</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Simm.</span> 1.2 </span>.</div> </div><br><br>'}