Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναφύσσω
ἀναφυτεύω
ἀναφύω
ἀναφωνέω
ἀναφωνή
ἀναφώνημα
ἀναφώνησις
ἀναφωνητής
ἀναφωνητικῶς
ἀναχάζω
ἀναχαίνω
ἀναχαιτίζω
ἀναχαίτισις
ἀναχαίτισμα
ἀναχαλασμός
ἀναχαλαστικός
ἀναχαλάω
ἀναχαλινόω
ἀναχαλκεύω
ἀναχάραγή
ἀναχάραξις
View word page
ἀναχαίνω
ἀναχαίνω,
A). v. ἀναχάσκω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναχαίνω
Headword (normalized):
ἀναχαίνω
Headword (normalized/stripped):
αναχαινω
IDX:
7787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7788
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναχαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀναχάσκω.</span> </div> </div><br><br>'}