Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραγραφίς
παράγραφος
παραγράφω
παραγράψιμος
παραγρυπνέω
παράγυμνος
παραγυμνόω
παραγύρως
παραγχυσία
παράγω
παραγωγεύς
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραγωγίς
παραγωγός
παραγώνιος
παραγωνίσκος
παραδαίνυμαι
παράδακρυ
παραδακρύω
View word page
παραγωγεύς
παραγωγ-εύς, έως, ,
A). introducer, IG 7.2428.6 (Thebes, iii B. C., pl.).


ShortDef

introducer

Debugging

Headword:
παραγωγεύς
Headword (normalized):
παραγωγεύς
Headword (normalized/stripped):
παραγωγευς
IDX:
77877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77878
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραγωγ-εύς</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">introducer,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 7.2428.6 </span> (Thebes, iii B. C., pl.).</div> </div><br><br>'}