Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράγραπτος
παραγραφή
παραγραφικός
παραγραφίς
παράγραφος
παραγράφω
παραγράψιμος
παραγρυπνέω
παράγυμνος
παραγυμνόω
παραγύρως
παραγχυσία
παράγω
παραγωγεύς
παραγωγή
παραγωγιάζω
παραγώγιον
παραγωγίς
παραγωγός
παραγώνιος
παραγωνίσκος
View word page
παραγύρως
παραγύρως, Adv.,
A). gloss on διαμπερές , Hsch. (s. v.l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραγύρως
Headword (normalized):
παραγύρως
Headword (normalized/stripped):
παραγυρως
IDX:
77874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77875
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραγύρως</span>, Adv., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">διαμπερές</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (s. v.l.).</div> </div><br><br>'}