Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραγοράζω
παραγορέομαι
παραγόρευσις
παράγραμμα
παραγραμματεύω
παραγραμματίζω
παραγραμμάτισις
παραγραμματισμός
παραγραμμίζω
παραγραπτέον
παράγραπτος
παραγραφή
παραγραφικός
παραγραφίς
παράγραφος
παραγράφω
παραγράψιμος
παραγρυπνέω
παράγυμνος
παραγυμνόω
παραγύρως
View word page
παράγραπτος
παρά-γραπτος, ον,
A). limited, Phld. Piet. 86 .


ShortDef

limited

Debugging

Headword:
παράγραπτος
Headword (normalized):
παράγραπτος
Headword (normalized/stripped):
παραγραπτος
IDX:
77864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77865
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρά-γραπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">limited</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1595.tlg080:86" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1595.tlg080:86/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Piet.</span> 86 </a>.</div> </div><br><br>'}