Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραγκιστρόομαι
παραγκωνίζω
παραγκωνιστής
παράγλουτος
παραγλύφω
παραγναθίδιος
παραγναθίς
παραγνάμπτω
παράγνυμι
παραγοράζω
παραγορέομαι
παραγόρευσις
παράγραμμα
παραγραμματεύω
παραγραμματίζω
παραγραμμάτισις
παραγραμματισμός
παραγραμμίζω
παραγραπτέον
παράγραπτος
παραγραφή
View word page
παραγορέομαι
παρᾱγορέομαι, Dor. for παρηγ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραγορέομαι
Headword (normalized):
παραγορέομαι
Headword (normalized/stripped):
παραγορεομαι
IDX:
77855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77856
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρᾱγορέομαι</span>, Dor. for <span class="foreign greek">παρηγ-</span>.</div><br><br>'}