Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραγκάλισμα
παραγκιστρόομαι
παραγκωνίζω
παραγκωνιστής
παράγλουτος
παραγλύφω
παραγναθίδιος
παραγναθίς
παραγνάμπτω
παράγνυμι
παραγοράζω
παραγορέομαι
παραγόρευσις
παράγραμμα
παραγραμματεύω
παραγραμματίζω
παραγραμμάτισις
παραγραμματισμός
παραγραμμίζω
παραγραπτέον
παράγραπτος
View word page
παραγοράζω
παρᾰγοράζω,
A). = παροψωνέω , Alex. 61 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραγοράζω
Headword (normalized):
παραγοράζω
Headword (normalized/stripped):
παραγοραζω
IDX:
77854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77855
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρᾰγοράζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παροψωνέω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0402.tlg001:61" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0402.tlg001:61/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.</span> 61 </a>.</div> </div><br><br>'}