Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραγένησις
παραγεύω
παραγήραμα
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκαλίζομαι
παραγκάλισμα
παραγκιστρόομαι
παραγκωνίζω
παραγκωνιστής
παράγλουτος
παραγλύφω
παραγναθίδιος
παραγναθίς
παραγνάμπτω
παράγνυμι
παραγοράζω
παραγορέομαι
παραγόρευσις
παράγραμμα
View word page
παραγκωνιστής
παραγκων-ιστής, οῦ, ,
A). one who elbows, Clearch. 26 .


ShortDef

one who elbows

Debugging

Headword:
παραγκωνιστής
Headword (normalized):
παραγκωνιστής
Headword (normalized/stripped):
παραγκωνιστης
IDX:
77847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77848
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραγκων-ιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who elbows</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1270.tlg001:26" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1270.tlg001:26/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Clearch.</span> 26 </a>.</div> </div><br><br>'}