Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραγγελεύς
παραγγελία
παραγγέλλω
παράγγελμα
παραγγελματικός
παράγγελσις
παράγειος
παραγεμιστή
παραγένησις
παραγεύω
παραγήραμα
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκαλίζομαι
παραγκάλισμα
παραγκιστρόομαι
παραγκωνίζω
παραγκωνιστής
παράγλουτος
παραγλύφω
View word page
παραγήραμα
παρα-γήρᾱμα,
A). cadaver, delirus, silicernium, Gloss.


ShortDef

cadaver, delirus, silicernium

Debugging

Headword:
παραγήραμα
Headword (normalized):
παραγήραμα
Headword (normalized/stripped):
παραγηραμα
IDX:
77839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77840
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρα-γήρᾱμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cadaver, delirus, silicernium,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}