παράγγελμα
παράγγ-ελμα, ατος, τό,
II). order, word of command, ; 12.17 παράγγελμα ἐχόντων μὴ χωρίζεσθαι Test. ap. ; 21.168 ἀπὸ παραγγέλματος by word of command, ; 8.99 ἐκ π. , etc.; 1.27.8 διδόναι τὰ παραγγέλματα ; 10.23.9 ἄρχων παντὸς π. 1 Ki. 22.14 .
b). mobilization order, (iii B. C.); 1.78 mobilization, μὴ εἶναί σε ἐμ βασιλικῷ π. PBaden 48.10 (ii B. C.), cf. Ostr. 1535 (ii B. C.), PAmh. 2.50.5 (ii B. C.).
2). edict of a Roman governor, Wilcken Chr. 202 (ii A. D.).
III). instruction, precept, , 208 Cyn. 13.9 , Insomn. 458b21 ; τὰ δικανικὰ π. Rh.Al. 1421b4 ; τὰ π. ὡς δεῖ ζῆν ; 1.57 π. σοφιστικά Rh. 1.89 ; τὸ π. τῶν τεχνῶν Comp. 25 ; τεχνικὰ π. ; 2.1 τούτῳ δέδωκεν ὁ Ζεὺς π. SIG 985.12 (Philadelphia, i A. D.); distd. from τόπος, Fr. 70 .