Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραβόλιον
παραβολίσκος
παραβολοειδής
παράβολος
παραβόσκω
παραβουκολέω
παραβουλεύομαι
παράβουλος
παραβραβεύω
παράβροχον
παράβυσμα
παράβυστος
παραβύω
παραβώμιος
παραγαύδης
παραγγαρεία
παραγγελεύς
παραγγελία
παραγγέλλω
παράγγελμα
παραγγελματικός
View word page
παράβυσμα
παρά-βυσμα, ατος, τό,
A). stuffing, Harp.


ShortDef

stuffing

Debugging

Headword:
παράβυσμα
Headword (normalized):
παράβυσμα
Headword (normalized/stripped):
παραβυσμα
IDX:
77823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77824
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρά-βυσμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stuffing</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Harp.</span> </span> </div> </div><br><br>'}