Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παπποκτόνος
πάππος
παπποσπέρματα
παπποφόνος
παππυλιάζω
παππώδης
παππωνυμικῶς
παππῷος
πάπραξ
παπταίνω
παπταλάομαι
παπυλιών
παπυρεών
παπυρικός
παπύρινος
παπύριον
παπυροειδής
πάπυρος
παπυροφάγος
παπυρώδης
παπυρών
View word page
παπταλάομαι
παπτᾰλάομαι, = foreg., Lyc. 1162 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παπταλάομαι
Headword (normalized):
παπταλάομαι
Headword (normalized/stripped):
παπταλαομαι
IDX:
77745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77746
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παπτᾰλάομαι</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1162 </span>.</div><br><br>'}