Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παντοφόρος
παντοφυής
παντόφυρτος
παντοχάρυβδις
παντόχροος
πάντρητος
πάντρομος
πάντροπος
παντρόφος
παντυχία
παντώνια
παντώνυμος
πάντως
πάνῠ
πάνυγρος
πανυπείροχος
πανυπέρτατος
πανυπέρφρων
πάνυσσα
πανυστάτιος
πανύστατος
View word page
παντώνια
παντ-ώνια· παντοδαπά, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παντώνια
Headword (normalized):
παντώνια
Headword (normalized/stripped):
παντωνια
IDX:
77690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77691
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παντ-ώνια·</span> <span class="foreign greek">παντοδαπά</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}