Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παντονίκης
παντοπαθής
παντοποιός
παντοπόρος
παντοπράκτης
παντόπτης
παντοπωλέω
παντοπώλης
παντοπωλία
παντοπώλιον
παντόπωλις
παντορέκτης
πάντοσε
παντόσεμνος
παντόσοφος
παντοσώματος
πάντοτε
παντότεκνος
παντοτεχνής
παντότης
παντοτινάκτης
View word page
παντόπωλις
παντό-πωλις, ιδος, , fem. of παντοπώλης, PRyl. 227.3 (iii A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παντόπωλις
Headword (normalized):
παντόπωλις
Headword (normalized/stripped):
παντοπωλις
IDX:
77661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77662
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παντό-πωλις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">παντοπώλης</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PRyl.</span> 227.3 </span> (iii A. D.).</div><br><br>'}