Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πάντοθεν
πάντοθῐ
παντοιάς
παντοῖος
παντοκράντειραι
παντοκράτειρα
παντοκρατέω
παντοκρατορία
παντοκράτωρ
παντολέτειρα
παντολέτωρ
παντόλμιος
πάντολμος
παντολόγος
παντομεταβόλος
παντομιγής
παντόμιμος
παντομισής
παντόμορφος
παντόμωρος
παντονίκης
View word page
παντολέτωρ
παντ-ολέτωρ,
A). f.l. for πατρολέτωρ (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παντολέτωρ
Headword (normalized):
παντολέτωρ
Headword (normalized/stripped):
παντολετωρ
IDX:
77641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77642
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παντ-ολέτωρ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">πατρολέτωρ</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}