Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παντοδύναμος
παντοδυνάστης
παντοεπής
παντοεργός
παντοέρκτης
παντοθαλής
πάντοθεν
πάντοθῐ
παντοιάς
παντοῖος
παντοκράντειραι
παντοκράτειρα
παντοκρατέω
παντοκρατορία
παντοκράτωρ
παντολέτειρα
παντολέτωρ
παντόλμιος
πάντολμος
παντολόγος
παντομεταβόλος
View word page
παντοκράντειραι
παντο-κράντειραι
(
-μάντ-
cod.)
· Μοῖραι
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παντοκράντειραι
Headword (normalized):
παντοκράντειραι
Headword (normalized/stripped):
παντοκραντειραι
IDX:
77635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77636
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παντο-κράντειραι</span> (<span class="foreign greek">-μάντ-</span> cod.)<span class="foreign greek">· Μοῖραι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}