παντέλειος
παντέλειος, ον, later form of παντελής,
A). in pure perfection, νοῦς Fr. 53 codd., Sent. 22 ; σοφία in CA 1p.419M. ; ἀπὸ τῶν π. τὰ τέλεια Inst. 64 ; π. ἀριθμός (i.e. ten) Fr. 72 H.; δεκὰς ἡ π. ; 1.10 τὰ π. the consummation (i. e. the chief day) of the Thesmophoria at Syracuse, Syrac. ap. . Adv. 14.647a -είως s.v. ἀπαρτί .