παντέλεια
παντέλεια, ἡ,
A). consummation, ἡ π. τῆς καταφθορᾶς ; 1.48.9 π. ἀρετῆς ; 1.38 πᾶσα πολιτικὰ κοινωνία λύρας παντελῄᾳ ποτέοικεν prob. in ap. ; 4.1.94 εἰς ἀσφαλῆ τινα καὶ βεβαίαν π. ἀγαθῶν ἐξικόμενον If; 2.106 εἰς π. διδαχθῆναι, opp. εἰς τύπωσιν, Rh. 2.34S.; τριετηρικὴ π., of the great mysteries, , cf. 2.671d IG 3.77 .
II). παντέλεια was a Pythagorean name of the number ten, . 63