πάνσοφος
πάνσοφος, ον,
A). most clever, π. κρότημα, of Odysseus, Fr. 913 ; εὕρημα HF 188 ; τὸ π. ὄνομα Supp. 320 ; τὸν πάνσοφον ἀριθμὸν εὕρηκ’ ἔξοχον σοφισμάτων Trag.Adesp. 470.3 :—also πάσσοφος, as in the best codd. of Prt. 315e , Tht. 149d , al., IG 12(5).891.4 (Tenos). Adv. -φως (?) 269 (= i p.196 Meineke), in Hp. 1.92