Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πανόμοιος
πανομφαῖος
πανομφής
πανοπλία
πανοπλίτης
πάνοπλος
πανοπλότατος
πανόπτης
πάνοπτος
πανόπτρια
πανορμίη
πάνορμος
Πάνορμος
πανός
πανός
πάνος
πανόσμεος
πανοσπρία
πανουκλίζω
πανουλεύς
πανούργευμα
View word page
πανορμίη
πανορμίη· ἐπίθετον Ἀπόλλωνος, Hsch. (fort. ad πάνοπτος spectat).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πανορμίη
Headword (normalized):
πανορμίη
Headword (normalized/stripped):
πανορμιη
IDX:
77506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77507
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πανορμίη·</span> <span class="foreign greek">ἐπίθετον Ἀπόλλωνος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. ad <span class="foreign greek">πάνοπτος</span> spectat).</div><br><br>'}