Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πανομιλεί
πανόμοιος
πανομφαῖος
πανομφής
πανοπλία
πανοπλίτης
πάνοπλος
πανοπλότατος
πανόπτης
πάνοπτος
πανόπτρια
πανορμίη
πάνορμος
Πάνορμος
πανός
πανός
πάνος
πανόσμεος
πανοσπρία
πανουκλίζω
πανουλεύς
View word page
πανόπτρια
πᾰνόπτρια, , fem. of πανόπτης, Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πανόπτρια
Headword (normalized):
πανόπτρια
Headword (normalized/stripped):
πανοπτρια
IDX:
77505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77506
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πᾰνόπτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">πανόπτης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div><br><br>'}