παννύχιος
παννῠ/χ-ιος, ον,
A). all night long, agreeing with the subjects of Verbs, εὗδον παννύχιοι ; 2.2 π. γάρ μοι .. ψυχὴ ἐφεστήκει 23.105 ; π. δ’ ἄρ’ ἔλεκτο σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι Sc. 46 ; π. δ’ ἄρα τοί γε [οἱ ἄνεμοι]. . φλόγ’ ἔβαλλον ; 23.217 π. μέν ῥ’ ἥ γε [ἡ νηῦς] καὶ ἠῶ πεῖρε κέλευθον ; 2.434 π. χοροί Ant. 153 (lyr.), Ba. 862 (lyr.); τὸ ἐλλύχνιον .. καίεται παννύχιον : neut. 2.62 παννύχιον as Adv., Chr. 55 : regul. Adv. -ίως EM 650.48 .