Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Πανιασταί
πανίερος
Πανικός
πανικτός
πανίλαος
πανίμερος
Πάνιον
πανίον
Πάνιος
πανίουρος
πανίσδομαι
Πανίσκος
πανισμός
πανίσχυρος
Πανῖτις
πανίχνιον
Πανίωνες
Πανιωνικὴ
πάνλευκος
πανλυσιτελής
πανλώβητος
View word page
πανίσδομαι
πᾱνίσδομαι
, Dor. for
πηνίζομαι
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πανίσδομαι
Headword (normalized):
πανίσδομαι
Headword (normalized/stripped):
πανισδομαι
IDX:
77460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77461
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πᾱνίσδομαι</span>, Dor. for <span class="foreign greek">πηνίζομαι</span>.</div><br><br>'}