Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναφθείρομαι
ἀναφλᾶ
ἀναφλασμός
ἀναφλάω
ἀναφλεγμαίνω
ἀναφλέγω
ἀνάφλεξις
ἀναφλογίζω
ἀναφλύω
ἀναφοβέω
ἀναφοιβάσας
ἀναφοινίσσω
ἀναφοιτάω
ἀναφορά
ἀναφορεύς
ἀναφορέω
ἀναφορητικός
ἀναφορικός
ἀναφόριον
ἀναφορμίζομαι
ἀνάφορον
View word page
ἀναφοιβάσας
ἀναφοιβάσας· ἀνακαθάρας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναφοιβάσας
Headword (normalized):
ἀναφοιβάσας
Headword (normalized/stripped):
αναφοιβασας
IDX:
7743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7744
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναφοιβάσας·</span> <span class="foreign greek">ἀνακαθάρας,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}