Πάνειος
Πάνειος [ᾱ],
A). = Πανικός : πάνειον, = πανικόν , panic, Aen. Tact. 27.1 , al.(ὄνομα Πελοποννήσιον καὶ μάλιστα Ἀρκαδικόν, l.c.).
III). Πάνεια, τά, festival of Pan at Delos, Inscr.Délos 312.6 , 320 B 58 (iii B. C.).