Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναφαίρετος
ἀναφάλακρος
ἀναφαλαντιαῖος
ἀναφαλαντίας
ἀναφαλαντίασις
ἀναφάλαντος
ἀναφαλάντωμα
ἀναφανδά
ἀναφανδόν
ἀνάφανσις
ἀναφέγγει
ἀναφέρω
ἀναφεύγω
ἀναφευκτικός
ἀνάφευξις
ἀναφήριτον
ἀναφής
ἀναφθέγγομαι
ἀνάφθεγμα
ἀνάφθεγξις
ἀναφθείρομαι
View word page
ἀναφέγγει
ἀναφέγγει,
A). gloss on ἀναμαιμάει , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναφέγγει
Headword (normalized):
ἀναφέγγει
Headword (normalized/stripped):
αναφεγγει
IDX:
7723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7724
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναφέγγει</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀναμαιμάει</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}