παμφαίνω
παμ-φαίνω, only pres. and impf.(
A). παμφαίνεσκε ), 17 shine or beam brightly, of burnished metal (cf. παμφανόων) , ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον ; 11.30 σάκος χαλκῷ παμφαῖνον 14.11 ; τεύχεσι παμφαίνων, of Achilles, 19.398 ; of a star, ὅς τε μάλιστα λαμπρὸν παμφαίνησι or -ῃσι ( Ep. for παμφαίνει or -ῃ) 5.6 ; πρῶτον παμφαίνων Op. 567 ; στήθεσι παμφαίνοντες with their breasts white-gleaming, i. e. naked, ; 11.100 ὕπερθε κέρα πάμφαινεν ἰδέσθαι Epic. in Arch.Pap. 7.3 : cited as a recondite word by Po. 2.40 . (Redupl. form of φαίνω.)