Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πάμπλουτος
παμποίκιλος
πάμπολις
πάμπολυς
παμπόνηρος
παμπορθής
παμπόρφυρος
παμπότνια
παμπρασία
πάμπρεπτος
παμπρόσθη
παμπρόσωπος
παμπρύτανις
πάμπρωτος
πάμπυος
πάμπωρος
παμφάγος
παμφαής
παμφαίνω
παμφαλάω
παμφάλυα
View word page
παμπρόσθη
παμ-πρόσθη,
A). v. παμπορθής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παμπρόσθη
Headword (normalized):
παμπρόσθη
Headword (normalized/stripped):
παμπροσθη
IDX:
77123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77124
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παμ-πρόσθη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παμπορθής</span> .</div> </div><br><br>'}