Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πάμπανῠ
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
πάμπλειστος
παμπλείων
παμπλήγδην
παμπληθεί
παμπληθής
παμπληθία
παμπληθύς
παμπληθύω
πάμπληκτος
παμπλήρης
παμπλούσιος
πάμπλουτος
παμποίκιλος
πάμπολις
πάμπολυς
παμπόνηρος
παμπορθής
View word page
παμπληθύς
παμ-πληθύς,
A). = παμπληθής 11, παμπληθὺν θρήνων γόον Epigr. in Abh.Berl.Akad. 1909 ( 2 ). 62 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παμπληθύς
Headword (normalized):
παμπληθύς
Headword (normalized/stripped):
παμπληθυς
IDX:
77108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-77109
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παμ-πληθύς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παμπληθής 11, παμπληθὺν θρήνων γόον</span> Epigr. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Abh.Berl.Akad.</span> 1909 </span> (<span class="bibl"> 2 </span>).<span class="bibl"> 62 </span>.</div> </div><br><br>'}